Τὸ σταυροδρόμι

  Ἡ ἑλληνικὴ παράδοση καταφέρνει νὰ ἐκπλήσει συνεχῶς τὸν δύτη της, ἀποκαλύπτοντας πλευρές καὶ δοξασίες ποὺ προκαλοῦν προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὸ πόσο πιστὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε γιὰ τοὺς κοντινοὺς προγόνους μας στὴν πραγματικότητα. Φανταζόμαστε τὶς κοινότητες τῆς ὑπαίθρου βάσῃ τῆς εἰκόνας ποὺ μᾶς μετέδωσε ἡ "προοδευτικὴ" παιδεία, δηλαδῆ ὡς ἀμόρφωτους κλειστόμυαλους πληθυσμοὺς γεμάτους προκαταλήψεις καὶ κυρίως χριστιανικό φανατισμό καὶ νοητικὴ ἀγκύλωση. Ἐκπλήσει λοιπὸν ἀρκετοὺς ὅταν ἐντοπίζονται στοιχεῖα κοσμοθεώρησης ποὺ θὰ γοήτευαν πολλοὺς μελετητὲς φιλοσοφίας, συμβολισμοῦ, ἀκόμη καὶ σύγχρονης ψυχολογίας, καὶ ἐκπλήσει ἀκόμη περισσότερο τὸ πόσο πιὸ ἐλεύθερους στοχασμοὺς ἀπὸ τὴν ὁμολογουμένως ἀσφυκτικὴ γραμμὴ σκέψης τοῦ Χριστιανισμοῦ εἴχαν οἱ ἄνθρωποι ἐκείνοι σὲ σχέση μὲ τοὺς συγχρόνους τους ποὺ περισσότερο κόπτονται γιὰ τὴν πρόοδό τους παρά πράττουν.  Ἀναρωτιέται κανεῖς, πόσα ὑπέροχα πράγματα ὑπήρχαν καὶ τὰ χάσαμε, βλέποντας τὰ ψήγματα ποὺ ἐπεβίωσαν ὅπως -ὅπως.

Ὁ Ἕλλην δὲν διακαταχέται ἀπὸ δυϊσμὸ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸ "σκότος" ἤταν πάντοτε περίεργη. Δὲν ἀπέρριπτε μὲ ἀφέλεια τὶς πολλὲς πλευρὲς ἑνὸς πράγματος ὅπως προσπάθησαν νὰ τοῦ μάθουν ρασοφόροι ρακένδυτοι. Ἡ Ἀθηνὰ ἔβαλε στὴν ἀσπίδα της τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης, χρησιμοποιώντας κατὰ βούλησιν τὸ δυναμικὸ τῆς έχθρικῆς ὀντότητος ἀντὶ νὰ τὸ ἀπορρίψει διότι διέκρινε τὴν θετικὴ χρήση ἀντὶ τῆς ἀρνητικῆς. Ὁ μέγας Πὰν προκαλοῦσε τρόμο, ἀλλὰ οὐδέποτε ἔπαψαν νὰ τὸν τιμοῦν καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦν. Ὑπήρξαν οἱ Θεοὶ τοῦ πάθους καὶ οἱ Θεοὶ τοῦ μέτρου, ὑπήρχε ἕνας κόσμος ἀπτὸς ἀπὸ γῆ καὶ οὐρανό, καὶ ἡ κατεύθυνση εἶναι πρὸς τὸν οὐρανό, μόνο ποὺ γιὰ νὰ κάνεις τὸ ἄλμα καὶ νὰ πηδήξεις ψηλά πρέπει νὰ πατήσεις γερὰ στὴν γή, καὶ νὰ λάβεις ὤθηση ἀπὸ αὐτήν. Ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα, καὶ θὰ ὑπάρχουν (ἄς θυμηθοῦμε τὸν Ἐφέσιο σκοτεινό φιλόσοφο), εμεῖς δὲν ὑπάρχουμε γιατὶ γίναμε σκιὲς τοῦ ἀρχετύπου μας καὶ σύντομα θὰ ἀφανιστοῦμε.

Μέσῳ τῆς σιδηρᾶς θελήσεως μπορεῖ τὸ φαρμάκι νὰ γίνει φάρμακο. Καὶ ἡ μουσικὴ μὲ τὸ τρομερὸ δυναμικό της ἀποδιδόταν μὲν ὡς ἕνα ἀγαθὸ δῶρο ἀπὸ τὰ οὐράνια πεδία, πολλὲς φορὲς ὅμως ἡ παράδοση θέλει νὰ τὴν φαντάζεται ὡς μία τέχνη τόσο μαγευτικὴ καὶ πλανεύτρα, ποὺ σίγουρα θὰ ἐκλάπῃ ἀπὸ κάπου ἐπικίνδυνα καὶ ἀπαγορευμένα, γιατὶ τόση δύναμη δὲν δικαιοῦται νὰ τὴν κατέχει ἄνθρωπος. Μουσικὴ ποὺ ξεχωρίζει κατέχουν λίγοι, καὶ στὴν λαϊκὴ σκέψη ἔπρεπε κάπως νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὸ, κάποια θυσία πρέπει νὰ ἐκάναν αὐτοὶ οἱ ξεχωριστοὶ μουσικοί, κάποιο σκοτεινὸ μυστικὸ  νὰ κατείχαν.

Γιὰ αὐτὸ καὶ στὴν Κρητικὴ πάραδοση βρίσκουμε ἕναν γοητευτικὸ μῦθο γιὰ τοὺς λυράρηδες, τὸν μῦθο τοῦ σταυροδρομίου. Ὑπάρχουν διάφορες παραλλαγές, τὸ κεντρικὸ μοτίβο ὅμως παραμένει σταθερό. Ὁ νεαρὸς λυράρης πρὲπει νὰ πάει πρὶν τὰ μεσάνυχτα σὲ ἕνα σταυροδρόμι, νὰ χαράξει τὸν μαγικὸ κῦκλο προστασίας καὶ νὰ μπεῖ μέσα. Ὅταν ἔρθουν τὰ μεσάνυχτα, θὰ ἐμφανιστοῦν οἱ δαίμονες(νεράϊδες σὲ ἄλλη παραλλαγή). Τὸτε πρέπει νὰ ἀρχίσει νὰ παίζει τὴν λύρα του καὶ νὰ ἀγνοεῖ τοὺς δαίμονες ποὺ θὰ προσπαθοῦν νὰ τὸν ξεγελάσουν ὥστε νὰ βγεῖ καὶ νὰ τὸν βλάψουν. Προσπαθοῦν νὰ τὸν δελεάσουν ἐπίσης λέγοντάς του ὅτι δὲν παίζει καλὰ καὶ ὅτι τὸν συμφέρει νὰ βγεῖ ἔξω νὰ τὸν μάθουν. Κάποια στιγμὴ πρὶν τὴν αὐγή, θὰ ἀπελπιστοῦν καὶ θὰ τοῦ ζητήσουν τὴν λύρα μόνο, καὶ τότε μπορεῖ νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸν κῦκλο προσεκτικά. Θὰ ἀκούσει μελωδίες καὶ σκοποὺς ποὺ θὰ τὸν στοιχειώσουν γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή του καὶ σὰν ἀντάλλαγμα θὰ προσφέρει στοὺς δαίμονες τὴν ἄκρη τοῦ μικροῦ δακτύλου του.


Kύκλο με μαυρομάνικο μαχαίρι θα χαράξω
κι ένα σταυρό καταμεσίς χάμαι στη γης θα γράψω.
Nα κάτσω απάνω στο σταυρό να μη ξαναταράξω
και ξαργουτού τη λύρα μου ανάποδα να πιάσω.
… Nα ’ρθουν οι ζερζεβούληδες, χίλιοι καλικατζάροι,
κι ο κάθα εις να πολεμά τη λύρα να μου πάρει.
Nα με ρωτού, να μη μιλώ μηδ’ άχνα να μη βγάνω,
να λένε, να μου τάσσουνε, το γκουζουλό να κάνω.
… Στην υστεργιά ένας κουτσός, γέρου διαόλου κάρτσα,
θα μπαϊλτίσει να γροικά τση λύρας μου τα φάλτσα
κι ωσά ντόν όφι θα χυθεί τη λύρα να μ’ αρπάξει,
σ’ ένα χαράκι θ’ ανεβεί αντίκρυτα να κάτσει.
N’ αρχίξει ο γέρο δαίμονας απόσιγα να παίζει,
να βγάνει η λύρα κοντυλιές ωσά ντο πετιμέζι.
Nα ξεσταθού ντ’ αερικά και το διαολομάνι,
να στέσου μέγα πατιρντί και γλέντι μάνι – μάνι.
… Kι εγώ θα κάθομ’ άπραγος μα και τρουλαφχιασμένος
να ιδώ και ν’ αφρουκάζομαι πως παίζει ο ξορκισμένος.
Nα κλέφτω τα τσακίσματα, τη γλύκα του σκοπού ντου,
του δοξαριού το γύρισμα, το σείσμα του χεριού ντου.
Nα μάθω χίλια μυστικά ώστε να ξημερώσει,
να φύγου ντα δαιμονικά κι ο τόπος να μερώσει…

(Οἱ παραπάνω στίχοι προέρχονται ἀπὸ αὐτὴν τὴν πηγή, ἀπὸ ὅπου ἐπίσης μπορεῖτε νὰ βρεῖτε καὶ ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὸν μῦθο ὅπως καὶ ἐνδιαφέροντα ἀποσπάσματα)

Τὶ μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ὁ θρῦλος; Τὴν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, γιατὶ μόνον ὁ γενναῖος ἀλλὰ καὶ ἐπίμονος λυράρης θὰ κατακτήσει τὸ χάρισμα. Σὲ ὅποιον λείψει εἴτε ἡ γενναιότητα, εἴτε ἡ βούληση νὰ κερδίσει αὐτὸς ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ὅχι οἱ δαίμονες ἀπὸ αὐτὸν, ὅχι μόνο δὲν θὰ μάθει τὴν λύρα, ἀλλὰ θὰ πεθάνει ἤ θὰ τρελαθεῖ. Καὶ χάριν αὐτῶν τῶν λυράρηδων καὶ τῆς Βουλήσεώς των κληρονομήσαμε αὐτὸ τὸ δῶρο , σᾶν δεύτερη φωτιὰ τοῦ Προμηθέως, ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸ ὑπεραισθητό.

Ἴσως καὶ τὸ παρακάτω νὰ εἶναι κάποιο τραγούδι τοῦ σταυροδρομίου, κάποια εἰκόνα ποὺ εἴδαν οἱ νεράϊδες σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ αἰώνια περάσματα τοῦ Χάρου.





"Γιάντα 'ναι μαύρα τὰ βουνὰ καὶ στέκουν βουρκωμένα
μουδ' ἄνεμος τὰ πολεμᾶ μουδὲ βροχὴ τὰ δέρνει
μόνο διαβαίνει ὁ Χάροντας σέρνει τσ' ἀποθαμένους
ἔχει τσὶ νέους 'πο μπροστὰ τσὶ γέρους ἀπὸ πίσω
καὶ τὰ μικρὰ παιδόπουλα στὴ σέλα ἀραδιασμένα

Κόνεψε Χάρε σὲ χωριὸ κόνεψε σὲ μιὰ βρύση
νὰ πιοῦν οἱ γέροντες νερὸ κι οἱ νιοὶ νὰ παίξουν βόλι
καὶ τὰ καημένα τὰ μωρὰ λουλούδια νὰ μαζέψουν"