Συνέντευξη στὸν "Πλαγίαυλο" τοῦ Βασίλειου Σερμπέζη

Μὲ τιμή, σας παρουσιάζουμε αὐτούσια  μία ἀποκλειστικὴ συνέντευξη ἑνὸς σπουδαίου καὶ μάλιστα ἐν ἐνεργεία ἀοιδοῦ τῆς μουσικῆς μας παραδόσεως, τοῦ Βασίλειου Σερμπέζη. Τὸ ἔργο του πλούσιο, και ἡ δραστηριότητά του δεν περιορίζεται ἀπλῶς στὰ μουσικὰ καὶ χορευτικὰ δρώμενα, ἀλλὰ καὶ σὲ θέματα λαογραφίας καὶ τῆς διαπαιδαγώγισης τῶν νέων γενιῶν. Γιὰ ἕνα πλῆρες βιογραφικό, κάντε κλὶκ ἐδῶ.

Ἁκολουθεῖ ἡ συνέντευξη, χωρὶς παρεμβάσεις:




 Ἀπὸ πότε δραστηριοποιῆστε στὴν παραδοσιακὴ μουσική, καὶ τὶ σᾶς ὤθησε στὸ νὰ τὸ κάνετε; Ποιοὶ ὑπήρξαν οἱ δασκάλοι σας;

 Από παιδί. Και θεωρώ τον εαυτό μου έναν από τους ευνοημένους του οποίου η όποια μουσική υπόσταση υπήρξε αποτέλεσμα μιας διφυούς προελεύσεως. Αφ’ ενός του γραμμοφώνου και ραδιοφώνου και αφ’ ετέρου μιας πρωτογενούς εθιμικής διαδικασίας όπου, απούσης της οργανικής συνοδείας, η κάθε φωνή όφειλε να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες απαιτήσεις προαιωνίων αισθητικών κωδίκων. Κι έτσι, περιμένοντας στωϊκά τη σειρά μου, συμμετείχα στο γλέντι ανεβαίνοντας σταδιακά τα επίπεδα μιας συγκεκριμένης αυστηρής αξιακής διαδικασίας. Όλα τα μέλη της οικογένειάς μου τόσο από τη γραμμή του πατέρα όσο κι απ’ τη μάνα μου ήταν ονομαστοί τραγουδιστάδες. Πώς μπορούσα να ξεφύγω; Παρά το γεγονός ότι από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια είχα αρχίσει να δημιουργώ ένα θεωρητικό μουσικό υπόβαθρο, θητεύοντας δίπλα στον αείμνηστο Μαλαιτσίδη, διευθυντή φιλαρμονικής και χορωδίας του Δήμου Σαπών, σε άλλα είδη μουσικής και παρά τη συμμετοχή μου, κατά την εφηβεία, σε μια ελαφρολαϊκή ορχήστρα του τόπου μου, εν τούτοις, δεν άργησα να βρω την κατεύθυνσή μου. Από το χειμώνα του 1970 – 71 που κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσω, βρέθηκα χωρίς να το πολυκαταλάβω στο πιο ονομαστό παραδοσιακό πατάρι της περιόδου, στην περίφημη «Ψάθα» δίπλα στη θρυλική Ηπειρώτικη κομπανία τα «Τακούτσια» που όριζε, εκείνη την περίοδο, ο μεγάλος Γρηγόρης Καψάλης! Το Γρηγόρη θεωρώ και σαν τον πρώτο μεγάλο δάσκαλο στο ενορχηστρωμένο παραδοσιακό τραγούδι. Ύστερα γνώρισα κι άλλους σημαντικούς της παραδοσιακής μας μουσικής που με βοήθησαν όπως το Βάϊο Μαλλιάρα και τον Κώστα Καρακώστα από τη Θεσσαλία, το Νίκο Τζιβάρα από την Παρνασίδα, τους Καψαλαίους, Χαλιγιανναίους και τους Χαλκιάδες απ’ την Ήπειρο. Πάνω απ’ όλους, όμως είχα τον αξεπέραστο Βασίλη Μπατζή.

  Ὡς ἔμπειρος ἐπαγγελματίας, ποιὰ εἶναι τὰ μελανὰ σημεία στὸν ἐπαγγελματικὸ χῶρο τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς;

 Οι απόψεις μου στο θέμα που τίθεται είναι απόλυτα συνυφασμένες με τη γενικώτερη φιλοσοφία μου ως ατόμου και πολιτικού όντος. Έτσι, εκτιμώντας ως πρώτιστο προτέρημα ή χαρακτηριστικό του καθενός το αίσθημα της ευθύνης που τον διακρίνει, θεωρώ ότι ο απόλυτος σεβασμός στην παραδοσιακή μας μουσική, ως προς όλες της τις διαστάσεις όμως, αποτελεί γνώμονα για τον κάθε έναν από μας που λίγο – πολύ την ταλαιπωρεί. Οι αρχαίες παραδόσεις δεν έφτασαν τυχαία ως εμάς. Κι απ’ αυτό το δόγμα πηγάζουν οι υποχρεώσεις μας. Να επισημάνουμε και κάτι ιδιαίτερο. Παράδοση, όσον αφορά το δημοτικό μας τραγούδι, δεν είναι μόνον η προσήλωση στη γλώσσα ή στους κανόνες και τις τεχνικές της στιχουργικής τέχνης. Δεν είναι μόνο ο σεβασμός στο μοτίβο ή το ηχόχρωμα της περιοχής και της κοινότητας. Παράδοση είναι και η σύνθεση της κομπανίας με τα ανάλογα όργανα, η ορθή διάταξη των μελών της, η επιλογή των σωστών συχνοτήτων κατά την αναμετάδοση της μουσικής απ’ το πατάρι και βέβαια η ανάλογη ένταση ώστε να εξακολουθήσει ο παραγόμενος ήχος να θεωρείται μουσικός ήχος και όχι θόρυβος ή σειρά από κρότους. Κάποτε που συνταξίδευα, αεροπορικώς, με τον μεγάλο Χρόνη Αηδονίδη πιάσαμε μια αντίστοιχη κουβέντα και μου είχε πεί το εξής καταπληκτικό: «Το τραγούδι, Βασίλη, είναι – πρέπει να είναι – σαν την αγκαλιά της μάνας. Πρέπει να χαϊδεύει το αυτί, όπως η μάνα το παιδί και όχι να το τιμωρεί»! Βρήκαμε τόσο ενδιαφέρον το θέμα που αποφασίσαμε, δε θυμάμαι ποιος απ’ τους δυο ακριβώς, ν’ αλλάξουμε το εισιτήριο της επιστροφής ώστε να συνεχίσουμε την κουβέντα!

 Ἔχετε γνωρίσει παλαιὲς προσωπικότητες τῆς μουσικῆς μας παράδοσης; Θυμᾶστε κάποιον συγκεκριμένα; Πιστεύετε ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἐμφανιστοῦν ξανὰ τέτοιοι γίγαντες;

 Πριν απαντήσω στην ερώτηση, ας μου επιτραπεί να καταθέσω την ακόλουθη άποψη. Πρέπει να ξέρουμε ότι, κατά μία φιλοσοφική-κοινωνιολογική άποψη, ως πολιτισμός ορίζεται το σύνολο των λύσεων τις οποίες ένας λαός ή μια κοινότητα εφηύρε ώστε να λύσει προβλήματα κάθε μορφής και λογής, ατομικά ή συλλογικά, βιοποριστικά ή πνευματικά, συναισθηματικά ή λειτουργικά και λοιπά. Αλλάζουν, με τον καιρό, τα προβλήματα και συνακόλουθα αλλάζουν και λύσεις. Κι έτσι μεταβάλλεται σταδιακά κι ο πολιτισμός. Μετεξελίσσεται. Την εποχή που εγώ ξεκίναγα την καριέρα μου, υπήρχαν τεράστιες μουσικές προσωπικότητες, τουλάχιστον στον μουσικό χώρο που προσπάθησα να υπηρετήσω. Αξεπέραστοι μεν, οργανοπαίχτες δε. Κάποιοι δεν ήξεραν να βάζουν ούτε την υπογραφή τους. Είχαν ζυμωθεί όμως με το παραδοσιακό τραγούδι τόσο ώστε να θεωρούνται έννοιες αλληλένδετες. Κάποιοι απ’ αυτούς τους κολοσσούς, με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ, ήταν ο Αηδονίδης, η Δόμνα Σαμίου, ο Κιτσάκης, η Τασία Βέρα, ο Γιάννης Κωνσταντίνου, η Σοφία Κολλητήρη, ο Καρναβάς, ο Σιάτρας, η Τσίτρα, ο Λάμπρος Παπαθανασίου, ο Πανούτσος, ο Κυρίτσης, οι Φώτης και Τάσος Χαλκιάς, ο Κώστας Καρακώστας, ο Μαλλιάρας, οι Γρηγόρης και Σταύρος Καψάλης, ο Δάμος, ο Ναπολέων Ζούμπας, ο Χρήστος Ζούμπας, ο Τζιβάρας, ο Ζέρβας, ο Πίτσος και άλλοι. Ως τις μεγαλύτερες, όμως, μουσικές διάνοιες που γνώρισα, θεωρώ τον Μανώλη Παπαγεωργίου, τον Κόρο και τον αξεπέραστο Βασίλη Μπατζή. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν. Υπάρχουν μουσικοί, «σπουδαγμένοι» που διαβάζουν παρτιτούρες ή συμμετέχουν σε διάφορα σχήματα ακόμα και πέρα από το παραδοσιακό τραγούδι. Είναι η επόμενη γενιά. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι ιδιαιτέρως προικισμένοι και - σε συνάρτηση με την γενικώτερη κουλτούρα και αισθητική τους – συνεχίζουν το ίδιο καλά μια παράδοση αιώνων. Απλά είναι καλύτερα πληροφορημένοι και ολοκληρωμένοι αν και μπορεί, μερικές φορές, να υστερούν σε ταλέντο σε σχέση με κάποιους παλιούς. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω, ως σημαντικούς καλλιτέχνες του παραδοσιακού τραγουδιού σήμερα το Λάλεζα, τη Γρίβα, το Νίκο Φιλιππίδη, τον Κωτσίνη, το Βασίλη Σαλέα, τον Αρκαδόπουλο, τον Αχαλινωτόπουλο, τον Οικονομίδη, το Μαρινάκη, τον Γκουβέντα, τον Κόττορο, τον Πετρά, τον Θωμά Κωνσταντίνου, το Σωτήρη Μπούρμπο, τον Ανδρέα Παπά, τον Κούρτη, τον Μερετάκη και άλλους. Στην ποιότητα αυτών των σπουδαίων μουσικών της εποχής μας βασίζω την αισιοδοξία μου ότι το παραδοσιακό μας τραγούδι δεν κινδυνεύει από μαρασμό και αλλοτρίωση.

 Ἀναμφιβόλως, πολλὰ εἴδη μουσικῆς εἶναι θαυμάσια. Τὶ ξεχωρίζει ὅμως ὡς πρὸς τὴν ἐπίδρασή της ποὺ ἔχει στὸν Ἕλληνα τὴν παραδοσιακή; Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ παραδοσιακὸ κάτι ποὺ ἀπλὰ ἐπιβιώνει στὸν χρόνο; Μὲ ποιὰ κριτήρια διαχωρίζουμε τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο;

 Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια της «παράδοσης» είναι τρία: Η ομοιομορφία, η συνοχή και η διάρκεια στο χρόνο. Αυτά καθορίζουν τις γενικές σταθερές, τα βασικά χαρακτηριστικά της δομής και της μορφής ενώ τα άλλα υπόκεινται σε διαρκή μετασχηματισμό και ανανέωση. Η παράδοση δίνει τις δομές, τα πρότυπα που λειτουργούν ως αρχές σταθεροποίησης προκαθορισμένων κανόνων και εμπειριών. Από την ίδια τη φύση της κάθε λαϊκή δημιουργία είναι στιγμιαία, ανεπανάληπτη, αυτοσχεδιαστική. Τα παραπάνω στοιχεία είναι άρρηκτα δεμένα με την ψυχοσύνθεση του Έλληνα και, ως εκ τούτου, θεωρώ ότι αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά που τον συνδέουν με το τραγούδι και τα έθιμα του τόπου του. Ας μην ξεχνάμε ότι το περίφημο πολιτιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1970 έχει τις ρίζες του στα προαναφερόμενα στοιχεία. Η μεταβιομηχανική κοινωνικοοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα οδήγησε στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Ο Έλληνας ξενιτεμένος αφού έλυσε τα πρώτα προβλήματα βιοπορισμού του, τον άλλο χρόνο συναντήθηκε με κάποιους συμπατριώτες του και γιόρτασε την Πρωτοχρονιά και τη Λαμπρή. Ακολούθησε η συγκέντρωση υπογραφών και η καταστατική ίδρυση του συλλόγου των συντοπιτών του. Κάπως έτσι πήγαν τα πράγματα. Όλα βασίστηκαν στην αγάπη για το τόπο, την παράδοση και την ιστορία μας. Το δημοτικό μας τραγούδι αποπνέει από μόνο του «ελληνικότητα» και αυτό δεν το καταλαβαίνουν μόνο οι ανόητοι.

 Τὴν παραδοσιακὴ τὴν νοοῦμε ὡς μουσικὴ τοὺ λαοῦ. Θὰ ἤταν ὄμως ψέμα νὰ ποῦμε ὅτι ἡ κληρονομιὰ αὐτὴ ὑμνεῖ μία φυσικὴ ἀριστοκρατία, τὶς πράξεις τῶν τολμηρῶν ποὺ ξεχωρίσαν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ραγιάδες ποὺ ὑπέμεναν τὴν μοίρα τους; Πιστεύετε ὅτι τὸ παραδοσιακὸ τραγοῦδι ὑμνεῖ τὴν ἀριστοκρατία, ἀριστοκρατία μὲ τὴν ὁμηρικὴ καὶ φυσική της ἔννοια πάντα;

 Πίσω από κάθε λαϊκή, παραδοσιακή πολιτισμική δημιουργία – από τραγούδι έως έδεσμα και ο,τιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς το οποίο ξεπέρασε τα χρονικά όρια της ζωής μιας γενιάς – υπάρχει πάντα κάπως επώνυμος που θέτει, τουλάχιστον, την πρώτη καλλιτεχνική ιδέα-πρόταση, ένα γεγονός ιστορικό (πραγματικό ή μυθοποιημένο), μια συγκριμένη χρονική περίοδος της υποβολής της δημιουργίας και, τέλος, μια κοινωνία στην οποία απευθύνεται. Ύστερα αρχίζει μια διαδικασία αποδοχής, απόρριψης ή, συνηθέστερα, βελτίωσης και τελειοποίησης του έργου ώστε να αντέξει ή όχι στο χρόνο. Σ’ αυτές τις διεργασίες, είναι φανερό ότι, μετέχουν και πρωταγωνιστούν οι ξεχωριστοί. Ούτε οι καλλιτέχνες είναι ανώνυμοι ούτε καμμιά κοινωνία άγεται και φέρεται ακέφαλη χωρίς τους σχετικούς ηγέτες της. Ιστορία δεν έγραψαν οι λαϊκές μάζες αλλά οι επώνυμοι που τις καθοδήγησαν. Κατά την παραδοσιακή μουσικοχορευτική διαδικασία πρωταγωνιστούν οι λίγοι, οι σημαντικώτεροι για την κάθε στιγμή. Αυτός που παραγγέλνει, αυτός που ερμηνεύει κι αυτός που αξιολογεί: Μπράβο, χαρά στη μάνα που τον γέννησε ή μα, τί παίζει ο άνθρωπος, τί λέει τώρα, κλείστε του το μικρόφωνο! Άρα, τα στοιχεία που συνθέτουν ένα τραγούδι καθώς και οι συνθήκες αναπαραγωγής του, δηλαδή, θέμα – μελωδία – ερμηνευτής – χορευτής, εκ προοιμίου αποτελούν παραμέτρους αυστηρής αξιολόγησης. Σε σχέση δε με τη χρονική συγκυρία και την κοινωνία όπου απευθύνεται το συγκεκριμένο τραγούδι, επιβεβαιώνεται ακόμα περισσότερο μια αξιοκρατική θεώρησή του. Αν, τώρα, ληφθεί υπ’ όψιν ότι στοιχεία της προομηρικής και κυρίως της ομηρικής περιόδου, όπως η υπερβολή και η μακροσκελής αφήγηση, βρίσκουμε τόσο στο ακριτικό τραγούδι του 9ου αιώνος μ.Χ. και στις παραλογές που ακολούθησαν αλλά και στα τραγούδια του κλέφτικου κύκλου, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ανεπιφύλακτα ότι δημοτικό τραγούδι και αξιοκρατία είναι έννοιες αλληλένδετες.

 Τὸ κλαρίνο ἤταν γιὰ τὴν ἐποχή του μία τεχνολογικὴ πρόοδος ποὺ ἔδεσε ἀρμονικὰ μὲ τὶς παραδόσεις. Μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ σήμερα, ὅπου παρατηροῦμε τὴν εἰσβολὴ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ, τὰ πλήκτρα, τὸ echo, τὴν ἠλεκτρικὴ κιθάρα;

 Παράδοση δεν είναι μόνο ο στίχος, η μετρική τέχνη, η μελωδική γραμμή, η ερμηνεία, τα όργανα κ.λ.π. Είναι η συμμετοχή των ελαχίστων αλλά και απαραιτήτων συγκεκριμένων μουσικών οργάνων τα οποία συνιστούν τη σχετική με την κοινότητα κομπανία, η διάταξη των οργάνων, η κατανομή των ρόλων των μουσικών, η νοοτροπία και ο βαθμός σεβασμού των μουσικών στο μοτίβο και το ηχόχρωμα της κοινότητας, η φιλοσοφία στην ηχητική υποστήριξη, το ντύσιμο των μελών της κομπανίας σε συνάρτηση με την ώρα και το χώρο της εκδήλωσης και άλλα πολλά. Λυπούμαι που θα πω ότι ενστερνίζομαι απόλυτα την άποψη αυτού που είπε ότι σήμερα στην πατρίδα μας ζούμε την εκδίκηση της γυφτιάς! Το δημοτικό μας τραγούδι, κατά κανόνα, κακοποιείται άκριτα από τους συντελεστές του. Ευτυχώς υπάρχουν κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις μουσικών που αριθμητικά είναι πολύ λιγώτεροι απ΄τους Έλληνες που διψούν ν’ ακούσουν το τραγούδι σωστά ερμηνευμένο. Αλλά αυτό το κοινό, με βάση τελευταίες επιστημονικές έρευνες, είναι πλέον πολύ υψηλών αισθητικών απαιτήσεων κι έτσι τεκμηριώνεται και η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα περί αξιοκρατίας.

 Ἡ πανελλήνια θεώρηση τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν παλαιότερο τοπικισμό, εἶναι ἕνα ἀναγκαῖο κακό μπροστὰ στὴν ἰσοπέδωση τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἤ εἶναι κάτι ποὺ θὰ ωφελήσει τὸ ἐθνικὸ αἰσθητήριο αἴσθημα;

 Όπως προαναφέραμε σήμερα οι μουσικοί είναι περισσότερο καλλιτέχνες» και λιγώτερο «οργανοπαίχτες». Παίζουν μουσικές απ’ όλη την Ελλάδα αλλά συμμετέχουν και σε μεγαλύτερα σχήματα που αποδίδουν και άλλα είδη μουσικής. Αυτό δεν ενέχει, κατά την άποψή μου, κανέναν κίνδυνο για την μουσική ταυτότητα ενός τόπου ή, πιο δόκιμα, μιας κοινότητας. Οι μουσικοί σήμερα είναι πολύ υψηλού επιπέδου, πολύ καλά καταρτισμένοι και γνωρίζουν ότι για να αποδώσουν τη μουσική μιας συγκεκριμένης συμβιωτικής ομάδας πρέπει να μελετήσουν το ηχόχρωμά της, τα «μοτίβα» της. Αλλοιώς η κοινωνίας δεν τους αποδέχεται. Ο κόσμος που ακούει το σωστό δημοτικό τραγούδι, ξέρει τί θέλει ν’ ακούσει και δεν αξιολογεί έναν μουσικό ή ερμηνευτή από τη συχνότητα των τηλεοπτικών του εμφανίσεων και μόνο. Θέλει ν’ ακούσει το τραγούδι του και για να τον ευχαριστήσεις πρέπει να δουλέψεις και να το μάθεις καλά. Το δημόσιο πρόσωπο πρέπει να λέει σωστά αυτό που θέλει να πει ο ανώνυμος και δεν μπορεί. Όσοι έχουμε την ευκαιρία και βγαίνουμε απέναντι απ’ τον κόσμο πρέπει να τον σεβόμαστε κι αυτό να το πιστεύουμε κι όλας όχι μόνο να το λέμε. Αλλοιώς θ’ αποτύχουμε. Ο Έλληνας καταλαβαίνει πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουν μερικοί.

 Πρὶν σὰς εὐχαριστήσουμε, ἔχετε κάποιο μήνυμα γιὰ τοὺς νέους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν παράδοσή μας;

 Εκτός απ’ τα τετριμμένα περί υγείας και τύχης, εύχομαι στους νέους να έχουν δύναμη, υπομονή και επιμονή να κυνηγάνε υψηλούς στόχους κι ας πετυχαίνουν αρχικά κάτι λιγώτερο απ’ το όνειρο. Στο τέλος θα το προσεγγίσουν. Ακόμα συνιστώ να έχουν γνώμονα το αίσθημα της ευθύνης. Κατά μία άποψη, ευθύνη θα πει να πιστέψεις ότι ο κόσμος κρέμεται απ’ το λαιμό σου. Κι αν σου κόψουν το λαιμό και πέσει ο κόσμος εσύ θα φταις. Ως προς την δημοτική μας μουσική παράδοση, εύχομαι σ’ όλους και τους προτρέπω, να βρουν το χρόνο και τη δύναμη να τη μελετήσουν σε βάθος γιατί είναι η μόνη μας κληρονομιά η οποία έχει το ύφος και το ήθος που είναι απαραίτητα για να οριοθετήσουμε την ταυτότητά που κινδυνεύει από την αλλοτρίωση. Ευχαριστώ κι εσένα, Αλέξανδρε, για την ευκαιρία και τη φιλοξενία και σου εύχομαι κάθε επιτυχία σε ό,τι ονειρευτείς κι επιχειρήσεις.
 ΒΣ