Ἡ λυγερὴ στὸν Ἄδη

Στὴν προηγούμενη ἀνάρτηση ὑμνήθηκε ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς, στὸ τέλος δὲ τοῦ μέλους, κατὰ τὴν δεύτερη ἀπαγγελία, ἡ λύρα ἀλλάζει σκοπό, γίνεται ἀρχέγονα ὄμορφος, αἰσιόδοξος, μαχητικός. Ἡ ἀπαγγελία εἶναι ἀρρενωπή, ζεστή, διαμετρικῶς ἀντίθετη μὲ τὴν ἄψυχη ποίηση τῶν συγχρόνων "ἐλευθέρων" στιχουργῶν. Ὁ Χάρος μὲ τὴν ἀπαγόρευσή του, ἀποκαλύπτει τὸν φόβο του. Ὁ Χάρος φοβᾶται τὴν ζωή, ὅχι ἡ ζωὴ τὸν Χάρο, αὐτὴ εἶναι ἡ διακύρηξη τοῦ ἄσματος!

 Θὰ συνεχίσουμε μὲ ἄλλη μία ἀνάρτηση γιὰ τὸν θάνατο στὴν Παράδοση, ἀλλὰ τῶρα θὰ μποῦμε στὴν σκοτεινὴ πλευρά της. Ἡ φιλοσοφία τῆς δημοτικῆς ποιήσεως εἶναι πολὺ βαθύτερη ἀπὸ ὄσο θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι οἱ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν φύση τους διανοούμενοι. Στὸ κομμάτι αὐτὸ ὁ νεκρός ἐπιθυμεῖ νὰ γυρίσει στὴν ζωή, τοῦ λείπουν τὰ πρόσωπα ποῦ τὸν συντρόφευαν. Ἀπάντηση μὲ τὴν ἀπάντηση ὅμως ἡ μία ἀπογοήτευση διαδέχεται τὴν ἄλλη. Καταλαβαίνει ὅτι ἡ ζωὴ ἔχει συνεχιστεῖ χωρὶς αὐτὸν καὶ ἀνήκει πλέον στοὺς νεκρούς. Ὁ καημός γίνεται ἕνα πλῆγμα γιὰ τοὺς ζωντανούς, ἕνας φθόνος.

Σήμερα τέτοιος πλοῦτος παραμελεῖται, καὶ οἱ φιλόλογοι ἀδυνατοῦν νὰ δώσουν τὰ ἀρχέγονα συναισθήματα ποὺ δημιουργοῦν τέτοια συγκλονιστικὰ δημιουργήματα. Τὰ διαβάζουν ἄχαρα, κάνουν τὶς τυποποιημένες ἐρωτήσεις ποὺ ὑπαγορεύει τὸ ὑπουργεῖο. Κατὰ συνέπειαν οἱ νέες γενιὲς δὲν τὰ γνωρίζουν κὰν τέτοια τραγούδια. Ὅταν θέλουν νὰ δοῦν κάτι ἐπικό, ἀνατρέχουν σὲ ὅτι πιὸ ἐξωτικό μποροῦν. Ἀκόμα καὶ ἀξιοπρεπὴ δημιουργήματα (ὅπως τὰ ἐξαιρετικὰ γραπτὰ τοῦ Τόλκιν ποὺ εἶναι μέρος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ) δὲν φτάνουν την ποιότητα ποὺ προσφέρει σὲ ἕνα παιδὶ ἡ δική του παράδοση, διότι ἡ παράδοση εἶναι ἀντανάκλαση τῆς φύσεως κάθε λαοῦ. Ἀκόμη χειρότερα, ὅταν θέλουν νὰ ἀγγίξουν μεταφυσικὰ θέματα, πέφτουν θύματα τῆς Ἀμερικανικῆς σαχλότητος. Horror shows, thriller καὶ λοιπά, τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι νὰ ἀσελγοῦν πάνω σὲ τέτοια ἰερὰ μυστήρια τοῦ Κόσμου, προβάλουν μόνο εἰκονικό θέαμα. Ἀντιθέτως, ἡ εἰκόνα τοῦ καημοῦ ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὸν Κάτω Κόσμο καὶ κατακαίει τοὺς ζωντανοὺς διέπεται ἀπὸ Ὁμηρικὴ μεγαλόπρεπεια.

Προτίμησα νὰ δακτυλογραφήσω τὴν καταγραφὴ τοῦ Νικολάου Πολίτη παρὰ νὰ βάλω μὲ "ἀντιγραφὴ-ἐπικόλληση" κάποια μονοτονικὴ ἐκδοχὴ τοῦ διαδικτύου. Ὁ Πολίτης μὲ εὐλάβεια προσπαθεῖ νὰ καταγράψει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ πιστὰ στὸ χαρτί τὸ μεγαλεῖο τοῦ στίχου, ὁ τονισμός εἶναι προσεγμένος στὴν λεπτομέρεια ὤστε ἡ ποίηση νὰ διαβαστεῖ ὀρθὰ καὶ μουσικὰ!




Καλὰ τὸ χουνε τὰ βουνά, καλόμοιρ' εἶν' οἱ κάμποι
ποὺ Χάρο δὲν παντέχουνε, Χάρο δὲν καρτεροῦνε,
τὸ καλοκαῖρι πρόβατα καὶ τὸ χειμῶνα χιόνια

Τρεῖς ἀντρειωμένοι βούλονται νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἄδῃ.
 Ὁ ἕνας νὰ βγῆ τὴν ἄνοιξη, κι' ὁ ἄλλος τὸ καλοκαῖρι,
κι' ὁ τρίτος τὸ χινόπωρο, ὁποῦ εἰναι τὰ σταφύλια
Μιὰ κόρη τοὺς παρακαλεῖ, τὰ χέρια σταυρωμένα.
"Γιὰ πᾶρτε με, λεβέντες μου, γιὰ τὸν Ἀπάνου κόσμου.
-Δὲν ἠμποροῦμε, λυγερή, δὲν ἠμποροῦμε, κόρη.
Βροντομαχοῦν τὰ ῥοῦχα σου κι' ἀστράφτουν τὰ μαλλιά σου,
χτυπάει τὸ φελλοκάλιγο καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρος.
-Μὰ γὼ τὰ ῥοῦχα βγάνω τα καὶ δένω τὰ μαλλιά μου,
κι' αὐτὸ τὸ φελλοκάλιγο  μέσ' 'ς τὴ φωτιὰ τὸ ῥήχνω.
Πᾶρτε με, ἀντρειωμένοι μου, νὰ βγῶ 'ς τὸν  πάνω κόσμο,
νὰ πάω νὰ ἰδῶ  τὴ μάννα μου ὡς χλίβεται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, ἐσένα ἡ μάννα σου 'ς τὴ ῥοῦγα κουβεντιάζει.
-Νὰ ἰδῶ καὶ τὸν πατέρα μου πῶς χλίβεται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, καὶ ὁ πατέρας σου 'ς τὸ καπελειὸ εἰν' καὶ πίνει.
-Νὰ πάω νὰ ἰδῶ τἀδέλφια μου πῶς χλίβονται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, ἐσέν' τἀδέλφια σου ρίχτουνε τὸ λιθάρι.
-Νὰ ἰδῶ καὶ τὰ ξαδέρφια μου πῶς χλίβονται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, τὰ ξαδέρφια σου μέσ' 'ς τὸ χορό χορεύουν.''


 Κ' ἡ κόρη νἀναστέναξε βαθιὰ 'ς τὸν Κάτω κόσμο,

κι' ἀνάψανε τὰ καπελειά, κ' ἐκάησαν οἱ ρούγαις,
ἐκάη καὶ τὸ λιθόρεμα, πὄρριχταν τὸ λιθάρι,
ἐκάη κ' ἡ δίπλη τοῦ χοροῦ, π' ἐχόρευε ἡ γενιά της.

1 σχόλιο: