Τὸ ὄνειρο τοῦ τσοπάνου

Ήθελα να `μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο,
να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω μιλιούνια,
να `χω το μάτι του αϊτού και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι.

Ήθελα και να γνώριζα των αγριμιών τη γλώσσα,
των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ’ όλα τα στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ’ αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.

Να δέχομαι στις πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
να ταγιαντάω στο βοριά, σ’ όλα τα μοχλοβόρια.

Να στήνω στον Καράχαλη ταμπούρι ατσαλένιο
και ν’ αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους την Αθήνα,
να λέπω τον Ελλήσποντο της Πόλης το μπουγάζι,
τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν’ απ’ τη φωλιά του.

Ν’ ακούω το γέρο έλατο, πώς σκάζει και βογγάει,
σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πώς ταγιαντάει κι ύστερα με δίχως κλαπατάρια,
πώς σέρνει απ’ τη ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.

Να βλέπω τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
την Άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,
πώς φτιάχνουν τα γιατάκια τους, πώς φτιάχνουν τα κονάκια,
πώς στένουνε τ’ απόσκια τους, πώς στένουν τους σταλούς τους,
τσελιγκοπούλες λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια
μ’ όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.

Να δω το γέρο τσέλιγκα στη στρούγκα πώς αρμέγει,
να δω πώς πήζει το τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
πώς φτιάχνει με ξυνόγαλο τη νόστιμη μυτζήθρα.

Κι ύστερα στο γιατάκι του με κοφτερούς σουγιάδες,
πώς φτιάχνει κλειδοπίνακα και ξύλινες κουτάλες.

Να δω το γέρο τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του τις νυφάδες,
πώς κάθεται στον έλατο μ’ αγγόνια και ξαγγόνια,
και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
να μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες για θηρία,
κι όλοι να ακουρμάζονται με πόθο και λαχτάρα.

Κι απάνω στο μολόγημα τα βλέφαρα πώς κλείνουν
και πώς όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.

Ήθελα να’μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο
και να `βλεπα και να `λεγα, ποτέ να μην τα σώνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου